I. requis(e) [ʀəki, iz] ΡΉΜΑ
requis part passé de requérir
II. requis(e) [ʀəki, iz] ΕΠΊΘ
III. requis(e) [ʀəki, iz] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- requis(e)
-
I. requérir [ʀəkeʀiʀ] ΡΉΜΑ μεταβ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.