I. cavaleur (-euse) [kavalœʀ, -øz] οικ ΕΠΊΘ
II. cavaleur (-euse) [kavalœʀ, -øz] οικ ΟΥΣ αρσ, θηλ
- cavaleur (-euse) (homme)
- Schürzenjäger αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.