Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- virilité θηλ
-
- virilité θηλ
-
- virilité θηλ
-
- virilité θηλ
στο λεξικό PONS
virilité [viʀilite] ΟΥΣ θηλ
1. virilité ΑΝΑΤ:
- virilité
-
2. virilité (caractère viril):
- virilité
-
virilité [viʀilite] ΟΥΣ θηλ
1. virilité ΑΝΑΤ:
- virilité
-
2. virilité (caractère viril):
- virilité
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.