Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette


I. retardataire [ʀ(ə)taʀdatɛʀ] ΕΠΊΘ
1. retardataire (non ponctuel):
- les spectateurs retardataires
-
2. retardataire (qui date):
- retardataire méthode, pédagogie, théorie
-
II. retardataire [ʀ(ə)taʀdatɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ


-
- retardataire αρσ θηλ
-
- retardataire αρσ θηλ
στο λεξικό PONS


I. retardataire [ʀ(ə)taʀdatɛʀ] ΕΠΊΘ
II. retardataire [ʀ(ə)taʀdatɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ


-
- retardataire αρσ θηλ


I. retardataire [ʀ(ə)taʀdatɛʀ] ΕΠΊΘ
retardataire invité:
II. retardataire [ʀ(ə)taʀdatɛʀ] ΟΥΣ αρσ θηλ


-
- retardataire αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- rétablissement
- retailler
- rétamé
- rétamer
- rétameur
- retardataires
- retardateur
- retardé
- retardement
- retarder
- reteindre