Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
στο λεξικό PONS
-
- passeur αρσ
passeur (-euse) [pɑsœʀ, -øz] ΟΥΣ αρσ, θηλ
1. passeur (sur un bac):
- passeur (-euse)
- ferryman αρσ
- passeur (-euse)
- ferrywoman θηλ
2. passeur (à la frontière):
- passeur (-euse)
-
-
- passeur αρσ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.