Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
millimétré (millimétrée) [milimetʀe] ΕΠΊΘ
1. millimétré (mesuré au millimètre près):
- millimétré (millimétrée)
-
2. millimétré (très précis):
- millimétré (millimétrée)
-
- millimétré (millimétrée)
-
millimètre [milimɛtʀ] ΟΥΣ αρσ
-
- millimetre βρετ
στο λεξικό PONS
millimètre [milimɛtʀ] ΟΥΣ αρσ
-
- millimetre βρετ
-
- millimeter αμερικ
millimétré(e) [milimetʀe] ΕΠΊΘ
-
- millimètre αρσ
millimétré(e) [milimetʀe] ΕΠΊΘ
millimètre [milimɛtʀ] ΟΥΣ αρσ
-
- millimètre αρσ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.