Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inouï (inouïe) [inwi] ΕΠΊΘ
- inouï (inouïe) événement, succès, violence
-
- inouï (inouïe) personne
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.