Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
inactivité [inaktivite] ΟΥΣ θηλ
1. inactivité (manque d'activité):
- inactivité
-
- inactivité forcée
-
στο λεξικό PONS
inactivité [inaktivite] ΟΥΣ θηλ
1. inactivité:
- inactivité d'une personne
-
- inactivité d'un commerce, des affaires
-
inactivité [inaktivite] ΟΥΣ θηλ
1. inactivité:
- inactivité d'une personne
-
- inactivité d'un commerce, des affaires
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.