Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
-
- caractère αρσ immoral
- immoral
- immoral
- sinful behaviour, pleasure, thought, waste
- immoral
- irreverent, nay immoral
- irrévérencieux, voire immoral
στο λεξικό PONS
immoral(e) <-aux> [i(m)mɔʀal, o] ΕΠΊΘ
- immoral(e)
- immoral
- immoral
- immoral(e)
immoral(e) <-aux> [i(m)mɔʀal, -o] ΕΠΊΘ
- immoral(e)
- immoral
- immoral
- immoral(e)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.