Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
désertique [dezɛʀtik] ΕΠΊΘ
1. désertique (du désert):
- désertique paysage, climat, région
- desert προσδιορ
2. désertique (vide):
- désertique étendue
-
semi-désertique <πλ semi-désertiques> [səmidezɛʀtik] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
désertique [dezɛʀtik] ΕΠΊΘ
désertique climat, plante, région:
désertique [dezɛʀtik] ΕΠΊΘ
désertique climat, plante, région:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.