Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
convuls|if (convulsive) [kɔ̃vylsif, iv] ΕΠΊΘ
1. convulsif:
- convulsif (convulsive) sanglots, mouvement
-
- convulsif (convulsive) rire
-
2. convulsif ΙΑΤΡ:
- convulsif (convulsive) toux, maladie
-
-
- convulsif/-ive
- hysterical sob
- convulsif/-ive
στο λεξικό PONS
convulsif (-ive) [kɔ̃vylsif, -iv] ΕΠΊΘ
-
- convulsif(-ive)
convulsif (-ive) [ko͂vylsif, -iv] ΕΠΊΘ
- convulsif (-ive)
-
-
- convulsif(-ive)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- rire convulsif/sanglots convulsifs