I. concilia|teur (conciliatrice) [kɔ̃siljatœʀ, tʀis] ΕΠΊΘ
- conciliateur (conciliatrice)
- conciliatory προσδιορ
II. concilia|teur (conciliatrice) [kɔ̃siljatœʀ, tʀis] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- conciliateur (conciliatrice)
-
III. concilia|teur ΟΥΣ αρσ
concilia|teur αρσ ΝΟΜ:
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.