propitiatory [βρετ prəˈpɪʃɪət(ə)ri, αμερικ prəˈpɪʃ(i)əˌtɔri] ΕΠΊΘ
- propitiatory ΘΡΗΣΚ
-
- propitiatory (gen)
-
-
- propitiatory
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.