Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
attestation [atɛstasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
1. attestation ΝΟΜ:
3. attestation ΓΛΩΣΣ (d'emploi):
- attestation
- attestation
στο λεξικό PONS
attestation [atɛstasjɔ̃] ΟΥΣ θηλ
- attestation
-
- attestation d'assurance
-
- attestation
- attestation θηλ
attestation [atɛstasjo͂] ΟΥΣ θηλ
- attestation
-
- attestation
- attestation θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- attestation d'assurance