Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
attentionné (attentionnée) [atɑ̃sjɔne] ΕΠΊΘ
-
- attentionné (to à)
- solicitous enquiry, letter, response
- attentionné (about sur)
- considerate person, nature
-
στο λεξικό PONS
attentionné(e) [atɑ̃sjɔne] ΕΠΊΘ
attentionné(e) [atɑ͂sjɔne] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.