Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. bourguign|on (bourguignonne) [buʀɡiɲɔ̃, ɔn] ΕΠΊΘ
bourguignon personne, activité, lieu:
- bourguignon (bourguignonne)
-
Bourguign|on (Bourguignonne) [buʀɡiɲɔ̃, ɔn] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
- Bourguignon (Bourguignonne)
-
στο λεξικό PONS
Bourguignon(ne) [buʀgiɲɔ̃, ɔn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Bourguignon(ne)
-
Bourguignon(ne) [buʀgiɲo͂, ɔn] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
- Bourguignon(ne)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.