Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
épisodique [epizɔdik] ΕΠΊΘ
1. épisodique (secondaire):
- épisodique incident, rôle
-
2. épisodique (intermittent):
- desultory friendship, contact
-
στο λεξικό PONS
épisodique [epizɔdik] ΕΠΊΘ
épisodique [epizɔdik] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.