Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
I. échevelé (échevelée) [eʃəvle] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
échevelé → écheveler
II. échevelé (échevelée) [eʃəvle] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
échevelé(e) [eʃəv(ə)le] ΕΠΊΘ
1. échevelé (décoiffé):
- échevelé(e) personne
-
2. échevelé (effréné):
- échevelé(e)
-
échevelé(e) [eʃəv(ə)le] ΕΠΊΘ
1. échevelé (décoiffé):
- échevelé(e) personne
-
2. échevelé (effréné):
- échevelé(e)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.