sen·si·tive [ˈsen(t)sɪtɪv] ΕΠΊΘ
1. sensitive (kind):
- sensitive
-
4. sensitive (secret):
- sensitive
-
tax-ˈsen·si·tive ΕΠΊΘ
- tax-sensitive
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.