per·son·al [ˈpɜ:sənəl] ΕΠΊΘ
1. personal (of a particular person):
2. personal (direct, done in person):
4. personal (offensive):
5. personal (bodily):
per·son·al com·ˈput·er ΟΥΣ
- personal computer
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.