criti·cal [ˈkrɪtɪkəl] ΕΠΊΘ
1. critical (judgmental):
2. critical (crucial):
- critical
-
self-ˈcriti·cal ΕΠΊΘ
- self-critical
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.