war [wɔ:ʳ] ΟΥΣ
1. war no πλ (armed conflict):
anti-ˈwar ΕΠΊΘ
anti-war march, speech:
-  anti-war
 -  
 
civ·il ˈwar ΟΥΣ
-  civil war
 -  
 
ˈtrade war ΟΥΣ
-  trade war
 -  
 
ˈwar atroc·ities ΟΥΣ πλ
-  war atrocities
 -  
 
ˈwar cor·res·pond·ent ΟΥΣ
-  war correspondent
 -  
 
ˈwar ef·fort ΟΥΣ
-  war effort
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.