tensile [βρετ ˈtɛnsʌɪl, αμερικ ˈtɛnsəl, ˈtɛnˌsaɪl] ΕΠΊΘ
- tensile material, plastic, rubber
- tensile
- tensile metal
-
tensile strength [αμερικ ˈtɛnsəl, ˈtɛnˌsaɪl strɛŋ(k)θ, strɛnθ] ΟΥΣ ΦΥΣ
- tensile strength
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.