στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
sound-proofing [αμερικ ˈsaʊn(d)ˌprufɪŋ] ΟΥΣ
desonorizzazione [desonoriddzatˈtsjone] ΟΥΣ θηλ
1. desonorizzazione ΓΛΩΣΣ:
2. desonorizzazione (insonorizzazione):
insonorizzazione [insonoriddzatˈtsjone] ΟΥΣ θηλ
acustico <πλ acustici, acustiche> [aˈkustiko, tʃi, ke] ΕΠΊΘ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.