στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
plumbers' merchant [ˌplʌməzˈmɜːtʃənt] ΟΥΣ
I. merchant [βρετ ˈməːtʃ(ə)nt, αμερικ ˈmərtʃənt] ΟΥΣ
1. merchant ΕΜΠΌΡ:
στο λεξικό PONS
merchant [ˈmɜ:r·tʃənt] ΟΥΣ
-
- commerciante αρσ θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.