στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
philosophical [βρετ fɪləˈsɒfɪk(ə)l, αμερικ ˌfɪləˈsɑfək(ə)l], philosophic [ˌfɪləˈsɒfɪk] ΕΠΊΘ
1. philosophical knowledge, question, treatise:
στο λεξικό PONS
philosophic(al) [ˌfɪ·lə·ˈsɑ:·fɪ·k(əl)] ΕΠΊΘ
-
- filosofico, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- philodendron
- philologer
- philological
- philologist
- philology
- philosophic philosophical
- philosophism
- philosophist
- philosophize
- philosophy
- philter