Γαλλικό λεξικό Oxford-Hachette
philosophic, philosophical [βρετ fɪləˈsɒfɪk, αμερικ ˌfɪləˈsɑfɪk] ΕΠΊΘ
1. philosophic knowledge, question, treatise:
2. philosophic (calm, stoical):
- to be philosophic about sth, to take a philosophic view of sth
-
στο λεξικό PONS
philosophic, philosophical ΕΠΊΘ
1. philosophic (concerning philosophy):
2. philosophic (calm):
philosophic(al) ΕΠΊΘ
1. philosophic(al) (concerning philosophy):
2. philosophic(al) (calm):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Αναζήτηση στο λεξικό
- Phillips screwdriver
- philodendron
- philological
- philologist
- philology
- philosophic philosophical
- philosophize
- philosophy
- philter
- philtre
- phish