mercilessly [βρετ ˈməːsɪləsli, αμερικ ˈmərsələsli] ΕΠΊΡΡ
- mercilessly act, treat, speak, tease
-
- mercilessly rain, snow
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.