στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. mercenary [βρετ ˈməːsɪn(ə)ri, αμερικ ˈmərsəˌnɛri] ΟΥΣ
-
- mercenario αρσ
- mercenario azione, persona
-
- mercenario (mercenaria)
-
- prezzolato giornalista, stampa
-
- soldato mercenario ΙΣΤΟΡΊΑ
-
στο λεξικό PONS
I. mercenary <-ies> [ˈmɜ:r·sə·ne·ri] ΟΥΣ
II. mercenary [ˈmɜ:r·sə·ne·ri] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.