int. ΕΠΊΘ
1. int. → international
I. international [βρετ ɪntəˈnaʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˌɪn(t)ərˈnæʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
II. international [βρετ ɪntəˈnaʃ(ə)n(ə)l, αμερικ ˌɪn(t)ərˈnæʃ(ə)n(ə)l] ΟΥΣ
internal [βρετ ɪnˈtəːn(ə)l, αμερικ ɪnˈtərnl] ΕΠΊΘ
1. internal (inner):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.