I. insurgent [βρετ ɪnˈsəːdʒ(ə)nt, αμερικ ɪnˈsərdʒ(ə)nt] ΕΠΊΘ
insurgent population, troops:
-  insurgent
 -  
 
counter-insurgent [βρετ ˌkaʊntərɪnˈsəːdʒənt, αμερικ ˌkaʊn(t)ərɪnˈsərdʒ(ə)nt] ΟΥΣ
-  counter-insurgent
 -  
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.