στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
inconclusive [βρετ ɪnkənˈkluːsɪv, αμερικ ˌɪnkənˈklusɪv] ΕΠΊΘ
- inconclusive discussion, meeting
-
- inconclusive argument, evidence
-
στο λεξικό PONS
inconclusive [ˌɪn·kən·ˈklu:·sɪv] ΕΠΊΘ
inconclusive result, discussion, evidence:
- inconclusive
-
- sconclusionato (-a)
- inconclusive
-
- inconclusive
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.