

I. expansionist [βρετ ɪkˈspanʃ(ə)nɪst, αμερικ ɪkˈspæn(t)ʃ(ə)nəst] ΕΠΊΘ
- expansionist ΟΙΚΟΝ, ΠΟΛΙΤ person
-
- expansionist policy
-
II. expansionist [βρετ ɪkˈspanʃ(ə)nɪst, αμερικ ɪkˈspæn(t)ʃ(ə)nəst] ΟΥΣ
- expansionist
- espansionista αρσ θηλ


-
- expansionist
-
- expansionist
-
- expansionist
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.