I. espansionista <m.πλ espansionisti, f.pl. espansioniste> [espansjoˈnista] ΕΠΊΘ
espansionista politica:
- espansionista
-
- espansionista
-
II. espansionista <m.πλ espansionisti, f.pl. espansioniste> [espansjoˈnista] ΟΥΣ αρσ θηλ
- espansionista
-
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.