I. cinofilo [tʃiˈnɔfilo] ΕΠΊΘ
allevatore (allevatrice) [allevaˈtore, -tritʃe] ΟΥΣ αρσ (θηλ)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Αναζήτηση στο λεξικό
- dog collar
- dog days
- dog dirt
- doge
- dog-ear
- dog-fancier
- dog-fennel
- dogfight
- dogfighting
- dogfish
- dog food