diversionary [βρετ dɪˈvəːʃ(ə)n(ə)ri, αμερικ dəˈvərʒəˌnɛri, daɪˈvərʒəˌnɛri] ΕΠΊΘ
- diversionary tactic, attack, manoeuvre
-
- diversionary argument, laughter
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.