στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
conciliation [βρετ kənˌsɪlɪˈeɪʃn, αμερικ kənˌsɪliˈeɪʃ(ə)n] ΟΥΣ
1. conciliation (all contexts):
- conciliation
- conciliazione θηλ
2. conciliation before ουσ (for industrial disputes):
- conciliation board, meeting, scheme
-
conciliation service ΟΥΣ
- conciliation service
-
στο λεξικό PONS
conciliation [kən·ˌsɪ·li·ˈeɪ·ʃən] ΟΥΣ τυπικ
- conciliation
- conciliazione θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.