στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. bereft [βρετ bɪˈrɛft, αμερικ bəˈrɛft] ΡΉΜΑ παρελθ, μετ παρακειμ
bereft → bereave
II. bereft [βρετ bɪˈrɛft, αμερικ bəˈrɛft] ΕΠΊΘ τυπικ
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.