στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
non-addictive [βρετ nɒnəˈdɪktɪv, αμερικ ˌnɑnəˈdɪktɪv] ΕΠΊΘ
non-addictive substance, drug:
- non-addictive
-
- terrifyingly addictive, dangerous, large, pragmatic
-
στο λεξικό PONS
addictive [ə·ˈdɪk·tɪv] ΕΠΊΘ
- addictive
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- ad blocker
- ADC
- add
- added
- addend
- addictive
- add in
- adding machine
- Addis Ababa
- addition
- additional