στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
adaptable [βρετ əˈdaptəb(ə)l, αμερικ əˈdæptəb(ə)l] ΕΠΊΘ
adaptable person, organization:
- adaptable
-
- readily available, accessible, adaptable, comprehensible
-
στο λεξικό PONS
adaptable ΕΠΊΘ
- adaptable
-
-
- adaptable
-
- adaptable
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.