στο Ιταλικό λεξικό Oxford-Paravia
I. abashed [βρετ əˈbaʃt, αμερικ əˈbæʃt] ΡΉΜΑ μετ παρακειμ
abashed → abash
II. abashed [βρετ əˈbaʃt, αμερικ əˈbæʃt] ΕΠΊΘ
- abashed
-
abash [βρετ əˈbaʃ, αμερικ əˈbæʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
abash [βρετ əˈbaʃ, αμερικ əˈbæʃ] ΡΉΜΑ μεταβ
στο λεξικό PONS
abashed [ə·ˈbæʃt] ΕΠΊΘ
- abashed
- imbarazzato, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.