Oxford Spanish Dictionary
abashed [αμερικ əˈbæʃt, βρετ əˈbaʃt] ΕΠΊΘ pred
- abashed
-
στο λεξικό PONS
abashed [əˈbæʃt] ΕΠΊΘ
- abashed
- avergonzado, -a
abashed [ə·ˈbæʃt] ΕΠΊΘ
- abashed
- avergonzado, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.