Oxford Spanish Dictionary
trajectory <pl trajectories> [αμερικ trəˈdʒɛkt(ə)ri, βρετ trəˈdʒɛkt(ə)ri, ˈtradʒɪkt(ə)ri] ΟΥΣ
1. trajectory (of projectile):
2. trajectory ΜΑΘ:
- trajectory
- trayectoria θηλ
-
- trajectory
-
- trajectory
-
- trajectory
-
- trajectory
στο λεξικό PONS
trajectory [trəˈdʒektəri, αμερικ -tɚi] ΟΥΣ
1. trajectory ΦΥΣ:
- trajectory
- trayectoria θηλ
trajectory [trə·ˈdʒek·tə·ri] ΟΥΣ
1. trajectory ΦΥΣ:
- trajectory
- trayectoria θηλ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.