Oxford Spanish Dictionary
squeamish [αμερικ ˈskwimɪʃ, βρετ ˈskwiːmɪʃ] ΕΠΊΘ
1. squeamish:
2. squeamish (morally):
- squeamish
-
- asquiento (asquienta)
- squeamish
-
- squeamish
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.