Oxford Spanish Dictionary
rational [αμερικ ˈræʃ(ə)n(ə)l, βρετ ˈraʃ(ə)n(ə)l] ΕΠΊΘ
1.1. rational (able to reason):
- rational being
-
1.2. rational (sane, lucid):
1.3. rational (sensible):
1.4. rational (efficient):
- rational
-
2. rational ΜΑΘ:
- rational
-
στο λεξικό PONS
-
- rational
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.