Oxford Spanish Dictionary
I. overall ΕΠΊΘ [αμερικ ˈoʊvəˌrɔl, βρετ ˈəʊvərɔːl] προσδιορ
II. overall ΕΠΊΡΡ [αμερικ ˌoʊvəˈrɔl, βρετ əʊvərˈɔːl]
III. overall ΟΥΣ [αμερικ ˈoʊvəˌrɔl, βρετ ˈəʊvərɔːl]
2.1. overall <overalls, pl > (dungarees):
στο λεξικό PONS
I. overall [ˈoʊ·vər·ɔl] ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.