Oxford Spanish Dictionary
moody <moodier moodiest> [αμερικ ˈmudi, βρετ ˈmuːdi] ΕΠΊΘ
1. moody:
2. moody (changeable):
- moody person
-
στο λεξικό PONS
moody <-ier, -iest> [ˈmu:di] ΕΠΊΘ
1. moody (changeable):
- moody
-
2. moody (bad-tempered):
- moody
- malhumorado, -a
- caprichoso (-a)
- moody
-
- moody
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
Αναζήτηση στο λεξικό
- moo
- MOOC
- mooch
- moo-cow
- mood
- moody
- moola
- moolah
- moon
- moon about
- moon around