Oxford Spanish Dictionary
kinship [αμερικ ˈkɪnˌʃɪp, βρετ ˈkɪnʃɪp] ΟΥΣ U
- kinship (blood relationship)
- parentesco αρσ
- kinship (similarity)
- similitud θηλ
-
- kinship
στο λεξικό PONS
kinship [ˈkɪnʃɪp, αμερικ ˈkɪnˌʃɪp] ΟΥΣ χωρίς πλ
-
- kinship
kinship ΟΥΣ
-
- kinship
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.