Oxford Spanish Dictionary
fluent [αμερικ ˈfluənt, βρετ ˈfluːənt] ΕΠΊΘ
1. fluent (in languages):
2. fluent:
- fluent style/delivery
-
- fluent speaker
-
3. fluent movement/rhythm:
- fluent
-
στο λεξικό PONS
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.