divinely [αμερικ dəˈvaɪnli, βρετ dɪˈvʌɪnli] ΕΠΊΡΡ
1. divinely (from God):
2. divinely (wonderfully):
- divinely dance/sing/cook
-
- divinely dance/sing/cook
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.